- λαμπυρίζω
- λαμπυρίζω, λαμπύρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λαμπυρίζω — (AM λαμπυρίζω) [λαμπυρίς] 1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.) νεοελλ. 1. (γενικά) ακτινοβολώ 2. φωτίζω αρχ. φέγγω σταθερά … Dictionary of Greek
λαμπυρίζω — λαμπύρισα, αμτβ., φωσφορίζω, ακτινοβολώ φως που δεν είναι σταθερό: Τα άστρα λαμπυρίζουν τη νύχτα στον ουρανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπυρίζον — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc voc sg λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζοντα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc pl λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζομένους — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζούσης — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζειν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσαν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζων — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)